- πυκνογόνατος
- πυκνο-γόνᾰτος, ον, (A
γόνυ 11
) with frequent knots or joints, Dsc.1.18, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γόνυ 11
) with frequent knots or joints, Dsc.1.18, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνογόνατος — with frequent knots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνογόνατος — ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει πυκνά γόνατα, δηλ. πολλούς αλλεπάλληλους κόμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + γόνυ, γόνατος (πρβλ. πολυ γόνατος)] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek